- παραγύρως
- Αεπίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «διαμπερές».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γῦρος + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγύρως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)